- προσήκω
- ΝΜΑ και δωρ. τ. ποθήκω και ποθίκω και ποθάκω Α [ἥκω](στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. καθώς και ως απρόσ. προσήκει)1. αρμόζω, ανήκω, συνάδω, πρέπω, ταιριάζω (α. «προσήκει σ' αυτόν ένας μεγάλος έπαινος» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη στάση του» γ. «τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐου τι συγγενές», Σοφ.δ. «ὅσα τριήρεσι προσήκει», Πλάτ.)2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ο προσήκων, η προσήκουσα, το προσήκοναυτός που ανήκει, ταιριάζει ή οφείλεται σε κάποιον (α. «έγινε δεκτός με την προσήκουσα τιμή» β. «αἰτίαν... οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν», Δημοσθ.)3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το προσήκοναυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει, το χρέος, το καθήκον («το ίδρυμα θα πράξει τα προσήκοντα» β. «κατά τὸ προσῆκον», Πλουτ.)μσν.(το μέσ.) προσήκομαιεγκρίνω («ἡ δὲ Ῥώμη ταῡτα οὐ προσήκατο», Θεόδ. Στ.)αρχ.1. έχω φθάσει ή φθάνω σε ένα σημείο, είμαι κοντά (α. «ὡς φίλοι προσήκετε», Σοφ.β. «ἐνταῡθ' ἐλπίδος προσήκομεν», Ευρ.)2. έχω σχέση με κάποιον ή με κάτι (α. «οὐδέν μοι προσήκει τῆς αἰτίας ταύτης», Αντιφ.β. «τί οὖν προσήκει δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων;», Αριστοφ.)3. (για πρόσ.) έχω δεσμό γνωριμίας, φιλίας και, ιδίως, συγγένειας («αὐτῇ προσήκει Φειδίας», Αριστοφ.)3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) συγγενής, οικείος («πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας», Πλάτ.)4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσήκοντααυτά που ανήκουν σε κάποιον, τα δικά του («τὰ μὴ προσήκοντα ἐπικτωμένους», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.